- υπερβόσκηση
- η, Ν(γεωπ.-οικολ.) υπερβολική εκμετάλλευση τής βλάστησης ενός βοσκοτόπου από τα κτηνοτροφικά ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + βόσκηση (< βοσκώ). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. suprafurage].
Dictionary of Greek. 2013.